- ἐμετός
- ἐμετόςvomitedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμετός — εμετός, ο και μετός, ο και μετό, το 1. η εξαγωγή του περιεχομένου του στομαχιού από το στόμα, ξέρασμα, ξερατό. 2. η τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα. 3. μτφ., αίσθημα αηδίας από κακόγουστες εξυπνάδες: Μου ρχεται εμετός από τις σαχλαμάρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔμετος — vomiting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
ἐμετῶν — ἐμετός vomited fem gen pl ἐμετός vomited masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετόν — ἐμετός vomited masc acc sg ἐμετός vomited neut nom/voc/acc sg μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετοῖς — ἐμετός vomited masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετούς — ἐμετός vomited masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοις — ἔμετος vomiting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοισι — ἔμετος vomiting masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοισιν — ἔμετος vomiting masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)